- νησιωτῶν
- νησιώτηςislandermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Союзы — Греция. Вне пределов родного города древние греки не пользовались никакими правами и не могли рассчитывать на покровительство должностных лиц чужого государства. Такая беззащитность, если и несколько смягчалась тем, что все чужестранцы находились … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Koinon — Griechenland um 200 v. Chr.: Makedonien im Norden, die spätgriechischen Bundesstaaten u. a. im Süden. Als Koinon (Κοινον, dt. Gemeinschaft, Gemeinwesen oder Bund; Pl. Koina (κοινά)[1]) wird eine frühe Form der föderativen politischen… … Deutsch Wikipedia
Nesiotenbund — Der Nesiotenbund (gr. νησιωτῶν κοινόν) war ein Zusammenschluss von Bewohnern verschiedener griechischer Ägäisinseln am Ende des 4. und in der ersten Hälfte des 3. Jahrhunderts v. Chr. Der wohl von Antigonos I. Monophthalmos 315/314 v. Chr. (nach… … Deutsch Wikipedia
Sympolitie — Griechenland um 200 v. Chr.: Makedonien im Norden, die spätgriechischen Bundesstaaten u. a. im Süden. Als Koinon (Κοινον, dt. Gemeinschaft, Gemeinwesen oder Bund) wird eine frühe Form der föderativen politischen Organisation im antiken… … Deutsch Wikipedia
SIPHNOS — quae et Merope, teste Stephan. seu Meropia et Acis, teste Pliniô, l. 4. c. 14. Sifano Sophiano, insula maris Aegaei, una Cycladum, inter Melon ad Austrum, et Dolon ad Arctos. Siphnum (inquit vir magnus Phoen. col. l. 1. c. 14.) cetera miseram… … Hofmann J. Lexicon universale
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek
τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια … Dictionary of Greek
Αζόρες — (Azores). Νησιωτικό σύμπλεγμα (2.305 τ. χλμ., 242.000 κάτ. το 2001) του βόρειου Ατλαντικού. Ανήκει πολιτικά στην Πορτογαλία και αποτελεί τμήμα του μητροπολιτικού εδάφους της. Βρίσκεται μεταξύ 36° 55’ και 39° 43’ βόρειου πλάτους και 25° 1’ και 31° … Dictionary of Greek
Βενιαμίν ο Λέσβιος — (Πλωμάρι 1759 – Ναύπλιο 1824).Διδάσκαλος του Γένους και ένας από τους κύριους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του και μετά έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος. Ήταν ήδη είκοσι ετών όταν γράφτηκε στην… … Dictionary of Greek